- τζοβαΐρι
- το украшение;
§ τζοβαΐρι μου! — сокровище моё!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τζοβαΐρι μου! — сокровище моё!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζοβαΐρι — και τζιβαέρι, το, Ν (παλ. τ.) 1. πολύτιμος λίθος 2. κόσμημα 3. φρ. «τζοβαΐρι μου» στολίδι μου, θησαυρέ μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cevahir] … Dictionary of Greek
τζοβαΐρι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. πετράδι, κόσμημα. 2. πληθ., τζοβαΐρικα κοσμήματα, χρυσαφικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζεβαΐρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek
τζιβαέρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek
τζοβαϊρικά — τα, Ν (παλ. τ.) πολύτιμα κοσμήματα, χρυσαφικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζοβαΐρι «κόσμημα, πολύτιμος λίθος» + κατάλ. ικά (πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός), πρβλ. χρυσαφ ικά] … Dictionary of Greek
τσοβαΐρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek